- δειράς
- η (Α δειράς)κορυφογραμμή οροσειράς («οι δειράδες τού Ολύμπου», «ὑπὸ δειράσι νιφοβόλοις Παρνασσοῡ»)αρχ.1. (για ζώα) τράχηλος, λαιμός2. φρ. «τέγγει δ' ὑπ' ὀφρύσι δειράδας» — μουσκεύει με τα δάκρυα της τα κορφοβούνιαγια την απολιθωμένη μορφή τής Νιόβης στο Σίπυλο τής Φρυγίας (Σοφ., Αντιγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η συνήθης ετυμολόγηση τής λ. δειράς (< *δερσάς), λαμβάνοντας υπ' όψιν τη σημ. «κορυφογραμμή οροσειράς», συνδέει τη λ. με αρχ. ινδ. drsǻd- «βράχος, γκρεμός, μυλόπετρα» (με συνεσταλμένη βαθμίδα). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. ανάγεται σε IE *gwer- (δειράς < *δεριο-, πρβλ. βορέας, αρχ. ινδ. gir im κ.ά.). Υποστηρίχτηκε, εξάλλου, μεταγενέστερη επίδραση τής λ. δειρή*, πράγμα αρκετά πιθανό].
Dictionary of Greek. 2013.